καθαρτισμός

καθαρτισμός
καθαρτισμός, ὁ (Α)
καταρτισμός, εντέλεια, τελειότητα («οὐδὲν ἔλιπε τῷ θεῷ, οὕτως οὐδὲ τῷ καθαρτισμῷ τῷ κατ' / ἄνθρωπον, ἵνα τέλειος ἐν ἑκατέρᾳ φύσει τυγχάνη», Αμβρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”